περικήπιον

περικήπιον
τὸ, Α [περίκηπος]
το ακραίο τμήμα κήπου όπου φύτευαν σέλινα και πήγανα, περίκηπος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίκηπος — ὁ, Α 1. κήπος στο άκρο πόλης ή γύρω από οικία 2. δρόμος ή χώρος γύρω από κήπο 3. το περικήπιον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”